φιλοφθονία

φιλοφθονία
φῐλο-φθονία, ,
A love of envy, Varroap. Non.p.767 L.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιλοφθονία — ἡ, Α [φιλόφθονος] 1. η ιδιότητα τού φιλόφθονου 2. τίτλος πραγματείας τού Βάρρωνος …   Dictionary of Greek

  • φιλόφθονος — ον, Α 1. φθονερός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόφθονον η φιλοφθονία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + φθόνος (πρβλ. βαρύ φθονος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”